- καταυδώ
- καταυδῶ, -άω, (Α)μιλώ φανερά, φανερώνω δημόσια κάτι, κηρύσσω («οἴμοι, καταύδα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταύδησις — καταύδησις, ἡ (Α) [καταυδώ] δυνατή, μεγαλόφωνη ομιλία, κραυγή … Dictionary of Greek